χελλών: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(c1) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] ῶνος, ὁ, eine Fischart, Ath. VII, 306 c, S. [[χειλών]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] ῶνος, ὁ, eine Fischart, Ath. VII, 306 c, S. [[χειλών]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χελλών''': ἢ [[χελών]], ῶνος, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος [[μετὰ]] μακροῦ ῥύγχους ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Λατ. labeo, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3., 8. 2, 26, Ἀποσπ. 299, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε κἑξ.· παρὰ δὲ τῷ Ἡσυχ. τὸ χελμὼν φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡμαρτημένον ἀντὶ τοῦ [[χελλών]]. Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 67, 68, 87, 88. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:58, 5 August 2017
English (LSJ)
or χελών, ῶνος, ὁ, a kind of
A mullet, Mugil chelo, Arist. HA543b15, 570b2, 591a23, Fr.318, Hices. ap. Ath.7.306e; χελλών (χελμών cod.)· ἰχθῦς ποιός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1348] ῶνος, ὁ, eine Fischart, Ath. VII, 306 c, S. χειλών.
Greek (Liddell-Scott)
χελλών: ἢ χελών, ῶνος, ὁ, εἶδος ἰχθύος μετὰ μακροῦ ῥύγχους ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Λατ. labeo, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3., 8. 2, 26, Ἀποσπ. 299, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε κἑξ.· παρὰ δὲ τῷ Ἡσυχ. τὸ χελμὼν φαίνεται ὅτι εἶναι ἡμαρτημένον ἀντὶ τοῦ χελλών. Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 67, 68, 87, 88.