ἐπίκωπος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source
(13_4)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] am Ruder sitzend, rudernd, B. A. 254; Ar. Ach. 231, wo der Schol. aber auch [[ξιφήρης]] erkl., bis ans Heft, durch u. durch. – Mit Rudern versehen, [[κέρκουρος]] Ath. V, 208 f; [[νῆες]] D. Hal. 3, 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] am Ruder sitzend, rudernd, B. A. 254; Ar. Ach. 231, wo der Schol. aber auch [[ξιφήρης]] erkl., bis ans Heft, durch u. durch. – Mit Rudern versehen, [[κέρκουρος]] Ath. V, 208 f; [[νῆες]] D. Hal. 3, 44.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπίκωπος''': -ον, ([[κώπη]]) ὁ ἐπὶ τῆς κώπης, [[κωπηλάτης]], Μένανδρ. παρ’ Ἰωσήπῳ ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 14, 2. 2) ὁ ἔχων κώπας. ἐφόλκια δ’ ἦσαν αὐτῇ (τῇ νηῒ) τὸ μέν πρῶτον [[κέρκουρος]]... πᾶς δ’ ἦν οὖτος [[ἐπίκωπος]], μὲ κωπία, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208F. Διον. Ἁλ. 3. 44 [[ἐπίκωπος]] (ἐξυπ. [[ναῦς]]), ἡ, ταχὺ [[πλοῖον]], [[πλοῖον]] ταχυδρομικόν, Κικ. Ἀττ. 5. 11, πρβλ. Γέλλ. 10. 25. 3) ἐπὶ ξίφους [[κυρίως]], [[μέχρι]] τῆς κώπης, δηλ. [[μέχρι]] λαβῆς, ἀλλὰ καὶ περὶ ἄλλων αἰχμηρῶν πραγμάτων, πρὶν ἂν [[σχοῖνος]] αὐτοῖσιν ἀντεμπαγῶ [[ὀξύς]], [[ὀδυνηρός]], [[ἐπίκωπος]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 231. - Πρβλ. [[ἐπίκωμος]]. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκωπα· ἐπίμεμπτα».
}}
}}

Revision as of 11:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκωπος Medium diacritics: ἐπίκωπος Low diacritics: επίκωπος Capitals: ΕΠΙΚΩΠΟΣ
Transliteration A: epíkōpos Transliteration B: epikōpos Transliteration C: epikopos Beta Code: e)pi/kwpos

English (LSJ)

ον,

   A at the oar, rower, Men.Eph. ap. J.AJ9.14.2.    2. of a boat, furnished with oars, κέρκουρος Moschio ap.Ath. 5.208f, cf. D.H.3.44, D.S.3.40; phaselus epicopus, dispatch-boat, Cic. Att.14.16.1, cf. 5.11.4.    3. of a weapon, up to the hilt, through and through, Ar.Ach.231 (lyr.); cf. ἐπίκωμος.

German (Pape)

[Seite 955] am Ruder sitzend, rudernd, B. A. 254; Ar. Ach. 231, wo der Schol. aber auch ξιφήρης erkl., bis ans Heft, durch u. durch. – Mit Rudern versehen, κέρκουρος Ath. V, 208 f; νῆες D. Hal. 3, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκωπος: -ον, (κώπη) ὁ ἐπὶ τῆς κώπης, κωπηλάτης, Μένανδρ. παρ’ Ἰωσήπῳ ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 14, 2. 2) ὁ ἔχων κώπας. ἐφόλκια δ’ ἦσαν αὐτῇ (τῇ νηῒ) τὸ μέν πρῶτον κέρκουρος... πᾶς δ’ ἦν οὖτος ἐπίκωπος, μὲ κωπία, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208F. Διον. Ἁλ. 3. 44 ἐπίκωπος (ἐξυπ. ναῦς), ἡ, ταχὺ πλοῖον, πλοῖον ταχυδρομικόν, Κικ. Ἀττ. 5. 11, πρβλ. Γέλλ. 10. 25. 3) ἐπὶ ξίφους κυρίως, μέχρι τῆς κώπης, δηλ. μέχρι λαβῆς, ἀλλὰ καὶ περὶ ἄλλων αἰχμηρῶν πραγμάτων, πρὶν ἂν σχοῖνος αὐτοῖσιν ἀντεμπαγῶ ὀξύς, ὀδυνηρός, ἐπίκωπος Ἀριστοφ. Ἀχ. 231. - Πρβλ. ἐπίκωμος. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκωπα· ἐπίμεμπτα».