δικαιολογικός: Difference between revisions
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(c2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0626.png Seite 626]] ή, όν, zur Vertheidigung gehörig, Rhett. – Adv., δικαιολογικώτερον, Schol. Soph. O. C. 237. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0626.png Seite 626]] ή, όν, zur Vertheidigung gehörig, Rhett. – Adv., δικαιολογικώτερον, Schol. Soph. O. C. 237. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δῐκαιολογικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἀγόρευσιν ἐν τῷ δικαστηρίῳ, [[δικανικός]], Σχόλ. Σοφ. Ο. Κ. 237. -Ἐπίρρ. -κῶς, συγκρ. -κώτερον, [[αὐτόθι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for pleading, judicial, Sch.S.OC237. Adv. -κῶς, Comp. -κώτερον ibid.
German (Pape)
[Seite 626] ή, όν, zur Vertheidigung gehörig, Rhett. – Adv., δικαιολογικώτερον, Schol. Soph. O. C. 237.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιολογικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀγόρευσιν ἐν τῷ δικαστηρίῳ, δικανικός, Σχόλ. Σοφ. Ο. Κ. 237. -Ἐπίρρ. -κῶς, συγκρ. -κώτερον, αὐτόθι.