δικαιολογικός
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
δικαιολογική, δικαιολογικόν, of or for pleading, judicial, Sch.S.OC237. Adv. δικαιολογικῶς, Comp. δικαιολογικώτερον ibid.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 propio de un alegato de defensa, justificativo, convincente φανῆναι ἂν τὰ μὲν συνηγοροῦντα τῶν εἰρημένων ... ἔχοντά τι πραγματικὸν καὶ δικαιολογικόν Epicur.(?) CPF 10.10, (στάσεις) Hermog.Stat.52, cf. Sch.Er.Il.23.594, Eust.1442.62
•neutr. subst. τὸ δικαιολογικόν = discurso de defensa τῷ δικαιολογικῷ τὸν Οἰδίπουν χρήσασθαι πρὸς αὐτούς Sch.S.OC 237P.
•neutr. compar. como adv. ἐπεὶ οὗτοι οὔπω πείθονται, τότε δικαιολογικώτερον ... ἐκφέρει τὰ ἑξῆς ὁ Οἰδίπους Sch.S.OC 237P.
2 adv. δικαιολογικῶς = con animo de justificación o defensa Eust.1011.20.
German (Pape)
[Seite 626] ή, όν, zur Vertheidigung gehörig, Rhett. – Adv., δικαιολογικώτερον, Schol. Soph. O. C. 237.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιολογικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀγόρευσιν ἐν τῷ δικαστηρίῳ, δικανικός, Σχόλ. Σοφ. Ο. Κ. 237. -Ἐπίρρ. -κῶς, συγκρ. -κώτερον, αὐτόθι.