κατάφωρος: Difference between revisions
From LSJ
τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire
(c2) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1390.png Seite 1390]] ertappt, überführt; κατ. τῆς γνώμης γενόμενος Plut. Cat. min. 54; Ael. V. H. 12, 58 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1390.png Seite 1390]] ertappt, überführt; κατ. τῆς γνώμης γενόμενος Plut. Cat. min. 54; Ael. V. H. 12, 58 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατάφωρος''': -ον, ὁ καταφωραθείς, ἀνακαλυφθείς, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 24, Συλλ. Ἐπιγρ. 3916. ΙΙ. [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[φανερός]], Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5˙ κ. τῆς γνώμης γενέσθαι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 54. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:17, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A detected, Onos.39.2, J.AJ20.11.1, Plu.2.301b, App.BC1.25, Charito 1.1, Ach. Tat.2.17, POxy.71.11 (iv A.D.). II evident, manifest, D.H.Rh.9.5; κ. τῆς γνώμης γεγονέναι Plu.Cat.Mi. 54. III v. κατάφορος 111.
German (Pape)
[Seite 1390] ertappt, überführt; κατ. τῆς γνώμης γενόμενος Plut. Cat. min. 54; Ael. V. H. 12, 58 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάφωρος: -ον, ὁ καταφωραθείς, ἀνακαλυφθείς, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 24, Συλλ. Ἐπιγρ. 3916. ΙΙ. σαφής, κατάδηλος, φανερός, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5˙ κ. τῆς γνώμης γενέσθαι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 54.