προσεπιλέγω: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(c1) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0761.png Seite 761]] (s. [[λέγω]]), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0761.png Seite 761]] (s. [[λέγω]]), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσεπιλέγω''': [[λέγω]] ἔτι περαιτέρω, τοῖς εἰρημένοις Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 7, Πολύβ. 22. 7, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]], [[ἐκλέγω]] [[προσέτι]], Διόδ. 19, 6. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:43, 5 August 2017
English (LSJ)
A say still further, τοῖς εἰρημένοις Thphr.CP1.21.7; ὅτι Plb.21.24.14, cf. Phld.Lib. p.50 O. II Med., pick out or choose besides, D.S.19.6.
German (Pape)
[Seite 761] (s. λέγω), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιλέγω: λέγω ἔτι περαιτέρω, τοῖς εἰρημένοις Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 7, Πολύβ. 22. 7, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω, ἐκλέγω προσέτι, Διόδ. 19, 6.