ἀνατροπή: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(13_2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] , ἡ Umsturz, Zerstörung, δωμάτων Aesch. Eum. 335; οἴκων Plat. Prot. 325 c; νόμων D. Hal. 9, 44; bei den Rhetoren, Widerlegung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] , ἡ Umsturz, Zerstörung, δωμάτων Aesch. Eum. 335; οἴκων Plat. Prot. 325 c; νόμων D. Hal. 9, 44; bei den Rhetoren, Widerlegung.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνατροπή''': ἡ, τὸ «ἀναποδογύρισμα», τοῦ πλοίου Ἀριστ. Μεταφ. 4. 2, 5. 2) ἀνατροπαὶ δωμάτων, οἴκων, ἡ καταστροφὴ αὐτῶν, ἡ [[κατάπτωσις]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 355, Πλάτ. Πρωτ. 325C. ― [[προσέτι]] = [[ἀνασκευή]], «[[ἀνασκευή]] ἐστιν ἀνατροπὴ τοῦ προταθέντος πράγματος» Ἑρμογεν. Προγυμν. Ρήτορες Valz. τόμ. Αϳ, σ. 27.
}}
}}

Revision as of 09:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατροπή Medium diacritics: ἀνατροπή Low diacritics: ανατροπή Capitals: ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Transliteration A: anatropḗ Transliteration B: anatropē Transliteration C: anatropi Beta Code: a)natroph/

English (LSJ)

ἡ,

   A capsizing, [τοῦ πλοίου] Arist.Metaph.1013b14.    2 overthrow, ruin, ἀνατροπαὶ δωμάτων, οἴκων, A.Eu.355, Pl.Prt.325c; ἀ. βίων Clearch.10.    3 pouring out, of drink, LXX Hg.2.15.    4 upsetting, στομάχου Sor.1.27, Asclep.Jun. ap. Gal.13.140; ἀ. ναυτιώδεις Plu.2.442f.    5 refutation, Str.2.1.22, Hermog.Prog.5.    6 annulment, Just.Nov.2.2Intr.; undoing, ἐπ' -ῇ τῆς νοήσεως τοῦ θεοῦ Phld.D.3.7.    7 raising of body, Cass.Fel.82.

German (Pape)

[Seite 212] , ἡ Umsturz, Zerstörung, δωμάτων Aesch. Eum. 335; οἴκων Plat. Prot. 325 c; νόμων D. Hal. 9, 44; bei den Rhetoren, Widerlegung.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατροπή: ἡ, τὸ «ἀναποδογύρισμα», τοῦ πλοίου Ἀριστ. Μεταφ. 4. 2, 5. 2) ἀνατροπαὶ δωμάτων, οἴκων, ἡ καταστροφὴ αὐτῶν, ἡ κατάπτωσις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 355, Πλάτ. Πρωτ. 325C. ― προσέτι = ἀνασκευή, «ἀνασκευή ἐστιν ἀνατροπὴ τοῦ προταθέντος πράγματος» Ἑρμογεν. Προγυμν. Ρήτορες Valz. τόμ. Αϳ, σ. 27.