ἀνασκευή
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ἡ, opp. κατασκευή,
A pulling down: suppression of desires, Arr.Epict.4.1.175.
2 refutation of arguments, S.E.M.6.4, cf. Quint.Inst.2.4.18, Hermog. Prog.5; ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος negative mood, proof by denial or argument from non-existence, Phld.Sign.31, al.; removal, cure, πυρετῶν Dsc. 3.137; ἰσχιάδος Archig. ap. Aët.12.1.
3 subversion, πραγμάτων Vett. Val.2.7, al. (pl.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1eliminación πυρετῶν Dsc.3.137, ἰσχιάδος Archig. en Aët.12.1 (p.18), νοσημάτων Gal.19.188
•represión de deseos, Arr.Epict.4.1.175.
2 refutación S.E.M.6.4, A.D.Synt.187.25, Quint.Inst.2.4.18, Ammon.Diff.44, Sacerd.6.455.19, Priscian.Inst.3.434.1, Isid.Etym.2.12.1.
3 contraposición ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος op. καθ' ὁμοιότητα Phld.Sign.31.10.
4 efecto destructor τῶν ἐπιβουλῶν Clem.Al.Strom.4.3.12.
II disolución πραγμάτων Vett.Val.2.7.
III reconstrucción de una estatua, Meth.Res.1.43.
German (Pape)
[Seite 207] ἡ, 1) das Wegschaffen, Niederreißen, τραπέζης, Bankerott; bei den Rhetoren, die Widerlegung der Gründe des Gegners; ἐπιθυμίας, Unterdrückung, -Arr. – 2) Wiederherstellung.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασκευή: ἡ рит. опровержение Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκευή: ἡ, ἀντιθ. τῷ κατασκευή, καταστολή, κατάπνιξις, «οὐ γὰρ ἐκπληρώσει τῶν ἐπιθυμουμένων ἐλευθερία παρασκευάζεται, ἀλλὰ ἀνασκευῇ τῆς ἐπιθυμίας» Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 175. 2) ἀναίρεσις ἐπιχειρημάτων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 4, πρβλ. Κοϊντιλ. 2. 4, 18.
Greek Monolingual
η (Α ἀνασκευή) ανασκευάζω
η ενέργεια του ανασκευάζω
αρχ.
1. καταστολή, κατάπνιξη
2. απόκρουση, αποσόβηση.