ἀλάβαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
(13_2)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0088.png Seite 88]] ὁ, nach VLL. die att. Form für [[ἀλάβαστρος]], Ar. Ach. 1017; Ath. VIII, 365 d; auch τὸ ἀλάβαστον, Men. bei Eust. 1161.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0088.png Seite 88]] ὁ, nach VLL. die att. Form für [[ἀλάβαστρος]], Ar. Ach. 1017; Ath. VIII, 365 d; auch τὸ ἀλάβαστον, Men. bei Eust. 1161.
}}
{{ls
|lstext='''ἀλάβαστος''': [ᾰλᾰ-], ὁ, [[ἀγγεῖον]] ἐξ ἀλαβάστρου, (πρβλ. [[ἀλαβαστίτης]]), Ἡρόδ. 3. 20., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1053, Κράτης, 2. 6, Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1, ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 4. Ἐν τοῖς μνημομευθεῖσι χωρίοις τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων διατηροῦσι τὸν τύπον [[ἀλάβαστος]], τὸ ὁποῖον ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ [[ἀρχαῖος]] καὶ ὀρθὸς [[τύπος]] ἐν Α. Β. 206, Φωτ. Λεξ. ἐν λέξ. λήκυθον. Ὁ [[ἕτερος]] [[τύπος]] [[ἀλάβαστρος]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ ὡς παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ., Πλουτ., κτλ., Δωρ., αἰτ. πληθ.· - ἀλαβάστρως, Καλλ. Λουτρὰ Παλλάδος, 15: - οὐδέτερ. ἀλάβαστρον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Κ. Δ., πληθ. ἀλάβαστρα ἢ -τα, ἐν Θεοκρ. 15. 114, Ἀνθ. Π. 9. 153.
}}
}}

Revision as of 11:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάβαστος Medium diacritics: ἀλάβαστος Low diacritics: αλάβαστος Capitals: ΑΛΑΒΑΣΤΟΣ
Transliteration A: alábastos Transliteration B: alabastos Transliteration C: alavastos Beta Code: a)la/bastos

English (LSJ)

[ᾰλᾰ-] or ἄλᾰβ-στρος, (ἡ, v.l. in

   A Ev Marc.14.3), globular vase without handles for holding perfumes, often made of alabaster, Hdt.3.20, Ar.Ach.1053, Crates Com.15.6, Alex.62,143, etc. (ἀλάβαστος (or -ον) is the earlier Att. form, SIG102, cf. Ael.Dion.Fr.31, Men.990: Dor. acc. pl. ἀλαβάστρως Call.Lav.Pall.15) :—neut. ἀλάβαστρον IG2.745B4, 11(2).161B9 (Delos, iii B. C.), LXX 4 Ki.21.13 (cod. A), v.l. in Ev.Marc.14.3: pl. ἀλάβαστρα or -τα Theoc.15.114, AP9.153 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 88] ὁ, nach VLL. die att. Form für ἀλάβαστρος, Ar. Ach. 1017; Ath. VIII, 365 d; auch τὸ ἀλάβαστον, Men. bei Eust. 1161.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάβαστος: [ᾰλᾰ-], ὁ, ἀγγεῖον ἐξ ἀλαβάστρου, (πρβλ. ἀλαβαστίτης), Ἡρόδ. 3. 20., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1053, Κράτης, 2. 6, Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1, ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 4. Ἐν τοῖς μνημομευθεῖσι χωρίοις τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων διατηροῦσι τὸν τύπον ἀλάβαστος, τὸ ὁποῖον ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ ἀρχαῖος καὶ ὀρθὸς τύπος ἐν Α. Β. 206, Φωτ. Λεξ. ἐν λέξ. λήκυθον. Ὁ ἕτερος τύπος ἀλάβαστρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ ὡς παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ., Πλουτ., κτλ., Δωρ., αἰτ. πληθ.· - ἀλαβάστρως, Καλλ. Λουτρὰ Παλλάδος, 15: - οὐδέτερ. ἀλάβαστρον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Κ. Δ., πληθ. ἀλάβαστρα ἢ -τα, ἐν Θεοκρ. 15. 114, Ἀνθ. Π. 9. 153.