πανταχόθεν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(13_4)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0463.png Seite 463]] von allen Orten her; Ar. Lys. 1007; συνέλκειν π. τὸ [[δέρμα]] ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; [[δῆλος]], Dem. 31, 10; Sp., wie D. Sic. 14, 103, τὰς [[πανταχόθεν]] δυνάμεις ἀθροίσας.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0463.png Seite 463]] von allen Orten her; Ar. Lys. 1007; συνέλκειν π. τὸ [[δέρμα]] ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; [[δῆλος]], Dem. 31, 10; Sp., wie D. Sic. 14, 103, τὰς [[πανταχόθεν]] δυνάμεις ἀθροίσας.
}}
{{ls
|lstext='''παντᾰχόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ παντὸς τόπου, ἐκ παντὸς μέρους, Λατ. undique, ἐξ Ἀσίης π. Ἡρόδ. 7. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1007, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, κ. ἀλλ.· π. περιέρχεσθαι, ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, Ἡρόδ. 8. 80. ΙΙ. ἐκ πάντων τῶν μέρῶν, δηλ. κατὰ πάντα τρόπον, Θουκ. 1. 17, 124, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 25· π. [[βάσκανος]] Δημ. 307. 22.
}}
}}

Revision as of 10:48, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντᾰχόθεν Medium diacritics: πανταχόθεν Low diacritics: πανταχόθεν Capitals: ΠΑΝΤΑΧΟΘΕΝ
Transliteration A: pantachóthen Transliteration B: pantachothen Transliteration C: pantachothen Beta Code: pantaxo/qen

English (LSJ)

Adv.

   A from all quarters, from every side, ἐκ τῆς Ἀσίης π. Hdt.7.25, cf. Ar.Lys.1007, Pl.Smp.190e, al.; περιέχεσθαι π. on all sides, Hdt.8.80.    II from every side, i.e. in every way, π. ἡ Ἑλλὰς κατείχετο μή . . Th.1.17; π. καλῶς ὑπάρχον πολεμεῖν ib.124, cf. X. Mem.2.1.25; π. βάσκανος D. 18.242.

German (Pape)

[Seite 463] von allen Orten her; Ar. Lys. 1007; συνέλκειν π. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; δῆλος, Dem. 31, 10; Sp., wie D. Sic. 14, 103, τὰς πανταχόθεν δυνάμεις ἀθροίσας.

Greek (Liddell-Scott)

παντᾰχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ παντὸς τόπου, ἐκ παντὸς μέρους, Λατ. undique, ἐξ Ἀσίης π. Ἡρόδ. 7. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1007, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, κ. ἀλλ.· π. περιέρχεσθαι, ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, Ἡρόδ. 8. 80. ΙΙ. ἐκ πάντων τῶν μέρῶν, δηλ. κατὰ πάντα τρόπον, Θουκ. 1. 17, 124, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 25· π. βάσκανος Δημ. 307. 22.