φορύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(13_3)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] = Vorigem; φορύξας αἵματι, nachdem er mit Blut bespritzt, besudelt hat, Od. 18, 336; πεφορυγμένος ἰῷ Nic. Th. 302; ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ἀλινδηθείς 204; vgl. Opp. Cyn. 1, 381.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] = Vorigem; φορύξας αἵματι, nachdem er mit Blut bespritzt, besudelt hat, Od. 18, 336; πεφορυγμένος ἰῷ Nic. Th. 302; ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ἀλινδηθείς 204; vgl. Opp. Cyn. 1, 381.
}}
{{ls
|lstext='''φορύσσω''': ἐνεργ. μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ. φορύξας, ἴδε κατωτ. ― Μέσ. ἀόρ. ἐφορύξατο Νικ. Θηρ. 203. ― Παθ., ἐνεστ· φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269· πρκμ. πεφόρυγμαι. Ὡς τὸ [[φορύνω]], [[μολύνω]], [[μιαίνω]], κηλιδῶ, φορύξας αἵματι Ὀδ Σ. 336· ὓδατι φορύξαι, σχεδὸν ὡς τὸ φυρῆσαι, ᾱναμῖξαι, Ἱππ, 619. 49· μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα ὁ αὐτ. 679, 34, πρβλ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9. 39. ― Παθητ., πεφορυγμένος ἰῷ Νικ. Θηρ. 302, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 12. 500. ἰοῦ Ὀππ. Κυν, 1. 380· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γενικ., λύθροιο φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269.
}}
}}

Revision as of 10:52, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορύσσω Medium diacritics: φορύσσω Low diacritics: φορύσσω Capitals: ΦΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: phorýssō Transliteration B: phoryssō Transliteration C: forysso Beta Code: foru/ssw

English (LSJ)

Act. only in aor. part. and inf., φορύξας, -αι (v.infr.):— Med., aor.

   A ἐφορύξατο Nic.Th.203:—Pass., pres. φορύσσεται Opp. H.5.269; pf. πεφόρυγμαι (v. infr.):—defile, φορύξας αἵματι Od.18.336; ὕδατι φορύξαι mix up, Hp.Mul.1.74; μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα Id.Steril.221, cf. VM3:—Pass., πεφορυγμένον ἰῷ Nic.Th. 302, cf. Q.S.12.550: c. gen., ἰοῦ Opp.C.1.381; λύθροιο φορύσσεται Id.H.5.269.

German (Pape)

[Seite 1301] = Vorigem; φορύξας αἵματι, nachdem er mit Blut bespritzt, besudelt hat, Od. 18, 336; πεφορυγμένος ἰῷ Nic. Th. 302; ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ἀλινδηθείς 204; vgl. Opp. Cyn. 1, 381.

Greek (Liddell-Scott)

φορύσσω: ἐνεργ. μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ. φορύξας, ἴδε κατωτ. ― Μέσ. ἀόρ. ἐφορύξατο Νικ. Θηρ. 203. ― Παθ., ἐνεστ· φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269· πρκμ. πεφόρυγμαι. Ὡς τὸ φορύνω, μολύνω, μιαίνω, κηλιδῶ, φορύξας αἵματι Ὀδ Σ. 336· ὓδατι φορύξαι, σχεδὸν ὡς τὸ φυρῆσαι, ᾱναμῖξαι, Ἱππ, 619. 49· μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα ὁ αὐτ. 679, 34, πρβλ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9. 39. ― Παθητ., πεφορυγμένος ἰῷ Νικ. Θηρ. 302, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 12. 500. ἰοῦ Ὀππ. Κυν, 1. 380· ὡσαύτως μετὰ γενικ., λύθροιο φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269.