κερουλκός: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(13_5) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – [[κάλως]], ein Tau, die Segelstange, Raa, [[κεραία]] zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – [[κάλως]], ein Tau, die Segelstange, Raa, [[κεραία]] zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κερουλκός''': -ή, -όν, ([[ἕλκω]]) «ὁ τοῖς κέρασιν ἕλκων τὸ ἄροτρον. καὶ ὁ [[κεραιοῦχος]] [[κάλως]]» Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ σύρων [[τόξον]] ἐκ κέρατος, Τρῶες Σοφ. Ἀποσπ. 738. 3) παθ., ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ τόξου, πιθαν. ὡς κεκοσμημένου κατὰ τὰ [[ἄκρα]] διὰ κέρατος, τόξα κ. Εὐρ. Ὀρ. 268. ΙΙΙ. κ. [[κάλως]], τὸ [[σχοινίον]] τὸ ἀνασῦρον τὴν κεραίαν (πρβλ. [[κεροῦχος]]), Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
όν, (ἑλκω)
A drawing a plough by the horns, Hsch. II drawing a bow of horn, [Τρῶες] S.Fr.859 (lyr.). 2 Pass., of the bow itself, because tipped with horn, τόξα κ. E.Or.268. III κ. κάλως, = κεραιοῦχος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1425] an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – κάλως, ein Tau, die Segelstange, Raa, κεραία zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern.
Greek (Liddell-Scott)
κερουλκός: -ή, -όν, (ἕλκω) «ὁ τοῖς κέρασιν ἕλκων τὸ ἄροτρον. καὶ ὁ κεραιοῦχος κάλως» Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ σύρων τόξον ἐκ κέρατος, Τρῶες Σοφ. Ἀποσπ. 738. 3) παθ., ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τόξου, πιθαν. ὡς κεκοσμημένου κατὰ τὰ ἄκρα διὰ κέρατος, τόξα κ. Εὐρ. Ὀρ. 268. ΙΙΙ. κ. κάλως, τὸ σχοινίον τὸ ἀνασῦρον τὴν κεραίαν (πρβλ. κεροῦχος), Ἡσύχ.