συμφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(13_4)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0991.png Seite 991]] (s. [[φεύγω]]), mit, zugleich, zusammen fliehen; ἐγὼ σὺν φεύγουσι [[συμφεύγω]] τέκνοις, Eur. Heracl. 26; συμφεύξομαι πατρί, Phoen. 1673; ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, Plat. Apol. 21 a, wie Lycurg. 25; εἰς τὰς πόλεις, Pol. 4, 64, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0991.png Seite 991]] (s. [[φεύγω]]), mit, zugleich, zusammen fliehen; ἐγὼ σὺν φεύγουσι [[συμφεύγω]] τέκνοις, Eur. Heracl. 26; συμφεύξομαι πατρί, Phoen. 1673; ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, Plat. Apol. 21 a, wie Lycurg. 25; εἰς τὰς πόλεις, Pol. 4, 64, 8.
}}
{{ls
|lstext='''συμφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[φεύγω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]] Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α.
}}
}}

Revision as of 11:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφεύγω Medium diacritics: συμφεύγω Low diacritics: συμφεύγω Capitals: ΣΥΜΦΕΥΓΩ
Transliteration A: sympheúgō Transliteration B: sympheugō Transliteration C: symfeygo Beta Code: sumfeu/gw

English (LSJ)

fut.

   A -φεύξομαι E.Ph.1679:—flee along with, τινι Hdt.4.11; σὺν φεύγουσι συμφεύγω E.Heracl.26: abs., D.S.14.91.    2 to be banished along with, Lycurg.25; συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην shared in this banishment, Pl.Ap.21a.    II take refuge, ὠνομάσθαι Δίκτυνναν ἀπὸ τοῦ συμφυγεῖν εἰς ἁλιευτικὰ δίκτυα D.S.5.76; συμφευξόμεθα ἐπί . ., c. acc., we will have recourse to... Herod.Med. in Rh.Mus.58.72.

German (Pape)

[Seite 991] (s. φεύγω), mit, zugleich, zusammen fliehen; ἐγὼ σὺν φεύγουσι συμφεύγω τέκνοις, Eur. Heracl. 26; συμφεύξομαι πατρί, Phoen. 1673; ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, Plat. Apol. 21 a, wie Lycurg. 25; εἰς τὰς πόλεις, Pol. 4, 64, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συμφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, φεύγω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α.