ἀποδικέω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτὸν ἐν δικαστηρίῳ, ἀπολογοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 88 (Α. Β. 427, 9): - [[δίκη]] ἀπόδικος ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b, μετ’ ἀμφιβόλου σημασίας.
|lstext='''ἀποδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτὸν ἐν δικαστηρίῳ, ἀπολογοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 88 (Α. Β. 427, 9): - [[δίκη]] ἀπόδικος ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b, μετ’ ἀμφιβόλου σημασίας.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se défendre en justice.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δίκη]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδῐκέω Medium diacritics: ἀποδικέω Low diacritics: αποδικέω Capitals: ΑΠΟΔΙΚΕΩ
Transliteration A: apodikéō Transliteration B: apodikeō Transliteration C: apodikeo Beta Code: a)podike/w

English (LSJ)

(δίκη)

   A defend oneself on trial, X.HG1.7.21, Antiph.313.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδῐκέω: (δίκη) ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἐν δικαστηρίῳ, ἀπολογοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 88 (Α. Β. 427, 9): - δίκη ἀπόδικος ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b, μετ’ ἀμφιβόλου σημασίας.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se défendre en justice.
Étymologie: ἀπό, δίκη.