λοιμεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6_1)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοιμεύομαι''': ([[λοιμός]]), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19).
|lstext='''λοιμεύομαι''': ([[λοιμός]]), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19).
}}
{{grml
|mltxt=[[λοιμεύομαι]] (Α) [[λοιμός]]<br />[[επιφέρω]] όλεθρο, [[προξενώ]] [[φθορά]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμεύομαι Medium diacritics: λοιμεύομαι Low diacritics: λοιμεύομαι Capitals: ΛΟΙΜΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: loimeúomai Transliteration B: loimeuomai Transliteration C: loimeyomai Beta Code: loimeu/omai

English (LSJ)

(λοιμός)

   A to be pestilent, LXX Pr.19.19.

Greek (Liddell-Scott)

λοιμεύομαι: (λοιμός), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19).

Greek Monolingual

λοιμεύομαι (Α) λοιμός
επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά.