ἀλαστέω: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλαστέω''': ([[ἄλαστος]]) εἶμαι [[πλήρης]] ὀργῆς, ἠλάστεον δὲ θεοὶ (ὡς τρισύλλ.), Ἰλ. Ο. 21· ᾤμωξεν... καὶ ἀλαστήσας [[ἔπος]] ηὔδα, Μ. 163· πρβλ. Καλλ. εἰς Δηλ. 239, κτλ., καὶ ἴδε [[ἐπαλαστέω]].
|lstext='''ἀλαστέω''': ([[ἄλαστος]]) εἶμαι [[πλήρης]] ὀργῆς, ἠλάστεον δὲ θεοὶ (ὡς τρισύλλ.), Ἰλ. Ο. 21· ᾤμωξεν... καὶ ἀλαστήσας [[ἔπος]] ηὔδα, Μ. 163· πρβλ. Καλλ. εἰς Δηλ. 239, κτλ., καὶ ἴδε [[ἐπαλαστέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἠλάστεον, <i>f.</i> ἀλαστήσω;<br />s’indigner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλαστος]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 89] (ἄλαστος, eigtl. etwas nicht verschmerzen), unwillig sein, Hom. zweimal, ἀλαστήσας Il. 12, 163, ἠλάστεον 15, 21; τινί Man. 2, 183.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαστέω: (ἄλαστος) εἶμαι πλήρης ὀργῆς, ἠλάστεον δὲ θεοὶ (ὡς τρισύλλ.), Ἰλ. Ο. 21· ᾤμωξεν... καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα, Μ. 163· πρβλ. Καλλ. εἰς Δηλ. 239, κτλ., καὶ ἴδε ἐπαλαστέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠλάστεον, f. ἀλαστήσω;
s’indigner.
Étymologie: ἄλαστος.