ἀποτραχηλίζω: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(6_1)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτρᾰχηλίζω''': [[ἀπάγχω]], καὶ οἱ μὲν αὐτοὺς διέφθειραν, σχοινίοις ἀποτραχηλίζοντες Εὐνάπ. σ.104 Nieb.
|lstext='''ἀποτρᾰχηλίζω''': [[ἀπάγχω]], καὶ οἱ μὲν αὐτοὺς διέφθειραν, σχοινίοις ἀποτραχηλίζοντες Εὐνάπ. σ.104 Nieb.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[estrangular]] αὐτοὺς διέφθειρον σχοινίοις ἀποτραχηλίζοντες Eun.<i>Hist</i>.75.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτρᾰχηλίζω Medium diacritics: ἀποτραχηλίζω Low diacritics: αποτραχηλίζω Capitals: ΑΠΟΤΡΑΧΗΛΙΖΩ
Transliteration A: apotrachēlízō Transliteration B: apotrachēlizō Transliteration C: apotrachilizo Beta Code: a)potraxhli/zw

English (LSJ)

   A strangle, σχοινίοις Eun.Hist.p.272 D.

German (Pape)

[Seite 332] Sp., köpfen; σχοινίοις, erdrosseln.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτρᾰχηλίζω: ἀπάγχω, καὶ οἱ μὲν αὐτοὺς διέφθειραν, σχοινίοις ἀποτραχηλίζοντες Εὐνάπ. σ.104 Nieb.

Spanish (DGE)

estrangular αὐτοὺς διέφθειρον σχοινίοις ἀποτραχηλίζοντες Eun.Hist.75.