πισσηρός: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_4) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πισσηρός''': -ά, -όν, = [[πισσήεις]], Γαλην. | |lstext='''πισσηρός''': -ά, -όν, = [[πισσήεις]], Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ά και ιων. τ. πισσηρή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[πίσσα]] ή που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[πίσσα]], [[πισσήεις]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πισσηρά</i><br />(ενν. [[κηρωτή]]) [[αλοιφή]] παρασκευασμένη από [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ά (Ion. ή), όν,
A = πισσήεις, ἡ π. (sc. κηρωτή) pitch ointment, Hp.Fract.24, cf. Gal.18(2).365.
German (Pape)
[Seite 619] = πισσήεις, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
πισσηρός: -ά, -όν, = πισσήεις, Γαλην.
Greek Monolingual
-ά και ιων. τ. πισσηρή, -όν, Α
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πίσσα ή που είναι γεμάτος πίσσα, πισσήεις
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσηρά
(ενν. κηρωτή) αλοιφή παρασκευασμένη από πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].