ἐπισχίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6_3) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισχίζω''': [[σχίζω]], [[αὐλακίζω]] τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπισχίζοντες ἄρουραν, ἐπὶ ἀροτριώντων βοῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 662· τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες Στράβ. 763. ― Παθ., ἐπισχιζόμεναι, σχιζόμεναι εἰς μικροτέρας διακλαδώσεις, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 28, 23. | |lstext='''ἐπισχίζω''': [[σχίζω]], [[αὐλακίζω]] τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπισχίζοντες ἄρουραν, ἐπὶ ἀροτριώντων βοῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 662· τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες Στράβ. 763. ― Παθ., ἐπισχιζόμεναι, σχιζόμεναι εἰς μικροτέρας διακλαδώσεις, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 28, 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπισχίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[αυλακώνω]] στην [[επιφάνεια]] («τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχίζω]] την [[άκρη]] επιδέσμου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
A cleave at top, ἄρουραν A.R.2.662 ; τὸν φλοιόν Str.16.2.41 ; split the end of a bandage, Sor.Fasc.12.514C., cf. 510C.:— Pass., Dsc.3.147.
German (Pape)
[Seite 988] auf der Oberfläche spalten, einspalten, ἄρουραν Ap. Rh. 2, 662; φλοιόν, einritzen, Strab. XVI, 763.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισχίζω: σχίζω, αὐλακίζω τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπισχίζοντες ἄρουραν, ἐπὶ ἀροτριώντων βοῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 662· τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες Στράβ. 763. ― Παθ., ἐπισχιζόμεναι, σχιζόμεναι εἰς μικροτέρας διακλαδώσεις, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 28, 23.
Greek Monolingual
ἐπισχίζω (Α)
1. σχίζω, αυλακώνω στην επιφάνεια («τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες», Στράβ.)
2. σχίζω την άκρη επιδέσμου.