βοσκηματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_7)
(big3_9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοσκηματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κτηνώδης]], θηριῶδες καὶ β. Στράβ. 224.
|lstext='''βοσκηματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κτηνώδης]], θηριῶδες καὶ β. Στράβ. 224.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[bestial]]unido a θηριώδης Str.5.2.7, M.Ant.4.28, Ocell.57, a ζῳώδης Iambl.<i>Protr</i>.21.15, [[ἀναίσθητος]] καὶ β. Aristid.Quint.63.7, βοσκηματώδεις ἔχοντες περὶ θεῶν ἐννοίας teniendo sobre los dioses ideas muy extravagantes</i> Procl.<i>in Cra</i>.68.
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοσκημᾰτώδης Medium diacritics: βοσκηματώδης Low diacritics: βοσκηματώδης Capitals: ΒΟΣΚΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: boskēmatṓdēs Transliteration B: boskēmatōdēs Transliteration C: voskimatodis Beta Code: boskhmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A brutish, bestial, θηριῶδες καὶ β. Str.5.2.7, cf. Ocell.4.14, M Ant.4.28; ἀναίσθητος καὶ β. Aristid Quint.2.6: coupled with ζῳ ώδης, Iamb.Protr.21.ιέ; β. ἔννοιαι Procl.in Cra.p.68P.

German (Pape)

[Seite 454] ες, viehmäßig, Strab. 5, 5. 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βοσκηματώδης: -ες, (εἶδος) κτηνώδης, θηριῶδες καὶ β. Στράβ. 224.

Spanish (DGE)

-ες
bestialunido a θηριώδης Str.5.2.7, M.Ant.4.28, Ocell.57, a ζῳώδης Iambl.Protr.21.15, ἀναίσθητος καὶ β. Aristid.Quint.63.7, βοσκηματώδεις ἔχοντες περὶ θεῶν ἐννοίας teniendo sobre los dioses ideas muy extravagantes Procl.in Cra.68.