ἐπίκαυσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίκαυσις''': -εως, ἡ, (ἐπικαίω) τὸ ἐπικαίειν τὴν ἐπιφάνειαν μέρους τινός, ἔστη δὲ ἡ [[ἐπιφάνεια]] [[τεφρώδης]] τῶν πεδίων, ἡ δὲ ὀρεινή καὶ [[πετρώδης]] μέλαινα ὡς ἐξ ἐπικαύσεως Στράβ. 628 καὶ 695 ἐν τέλει· [[προσέτι]] διάφ. γρ. ἐν Πλάτ. Ἀξιόχῳ 368C ἀντὶ [[ἐπίκλυσις]]. ΙΙ. = [[ἐπίκαυμα]], Διοσκ. 2. 166. | |lstext='''ἐπίκαυσις''': -εως, ἡ, (ἐπικαίω) τὸ ἐπικαίειν τὴν ἐπιφάνειαν μέρους τινός, ἔστη δὲ ἡ [[ἐπιφάνεια]] [[τεφρώδης]] τῶν πεδίων, ἡ δὲ ὀρεινή καὶ [[πετρώδης]] μέλαινα ὡς ἐξ ἐπικαύσεως Στράβ. 628 καὶ 695 ἐν τέλει· [[προσέτι]] διάφ. γρ. ἐν Πλάτ. Ἀξιόχῳ 368C ἀντὶ [[ἐπίκλυσις]]. ΙΙ. = [[ἐπίκαυμα]], Διοσκ. 2. 166. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίκαυσις:''' εως ἡ досл. ожог, (на хлебных растениях) головня Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A burning, ἐξ ἐ. Str.13.4.11; scorching, of the sun's heat, Id.15.1.24. II. inflammation of the surface, scorching up, joined with ἐρυσίβη, Pl.Ax.368c. III. = foreg. 2, Dsc.2.136 (pl.).
German (Pape)
[Seite 947] ἡ, = Vorigem, Diosc.; bei Plat. Ax. 368 c der Brand des Getreides, neben ἐρυσίβη.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκαυσις: -εως, ἡ, (ἐπικαίω) τὸ ἐπικαίειν τὴν ἐπιφάνειαν μέρους τινός, ἔστη δὲ ἡ ἐπιφάνεια τεφρώδης τῶν πεδίων, ἡ δὲ ὀρεινή καὶ πετρώδης μέλαινα ὡς ἐξ ἐπικαύσεως Στράβ. 628 καὶ 695 ἐν τέλει· προσέτι διάφ. γρ. ἐν Πλάτ. Ἀξιόχῳ 368C ἀντὶ ἐπίκλυσις. ΙΙ. = ἐπίκαυμα, Διοσκ. 2. 166.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκαυσις: εως ἡ досл. ожог, (на хлебных растениях) головня Plat.