οὔνης: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(6_3) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὔνης''': «[[κλέπτης]]» Ἡσύχ. | |lstext='''οὔνης''': «[[κλέπτης]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὔνης]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κλέπτης]], κλεπτῶν συνηφαρεία».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[ούνει]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία (sic), Hsch. οὔνιος· εὖνις, δρομεύς, κλέπτης, Id. οὔνομα, οὐνομάζω, etc.,
A v. ὄνομα, ὀνομάζω, etc. οὖνον· ὑγιές. Κύπριοι δρόμον, Id.
Greek (Liddell-Scott)
οὔνης: «κλέπτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
οὔνης (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].