Τυφωεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Τῠφωεύς''': έως, Ἐπικ. έος, ὁ· συνῃρ. Τῡφώς, Πίνδ., Αἰσχύλ., γεν. Τυφῶ Αἰσχύλ. Θήβ. 517, Ἀριστοφ. Νεφ. 336 αἰτ. Τυφῶ Ἡρόδ. 3. 5, Ἀριστοφ. Ἱππ. 511· - γίγας τις ὃν ἔθαψεν ὁ [[Ζεὺς]] ἐν Κιλικίᾳ ὑπὸ τὴν γῆν τῶν Ἀρίμων (εἰν Ἀρίμοις), ([[ὅπερ]] ὁ Οὐεργίλιος ἔτρεψεν εἰς Inarimé, Αἰνειὰς 9. 716), Ἰλ. Β. 782· ὁ [[νεώτατος]] τῶν υἱῶν τῆς Γῆς καὶ τοῦ Ταρτάρου, Ἡσ. Θ. 821· ἀλλ’ ὁ Πίνδ. θέτει αὐτὸν ὑπὸ τὴν Αἴτνην, εἰς αὐτὸ ἀποδίδων τὰς ἐκρήξεις τοῦ ἡφαιστείου, πρβλ. Ὀβιδ. Μεταμορφ. 5. 347· - φαίνεται ὅτι ὁ Τυφωεὺς ἦτο [[τύπος]] τῶν ἡφαιστειωδῶν ἐνεργειῶν [[καθόλου]], ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 1. 13 (31)· πρβλ. τυφώς, [[Τυφῶν]]. [ῠ ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι, ῡ δὲ ἐν ταῖς δισυλλάβοις, πρβλ. [[Τυφῶν]]].
|lstext='''Τῠφωεύς''': έως, Ἐπικ. έος, ὁ· συνῃρ. Τῡφώς, Πίνδ., Αἰσχύλ., γεν. Τυφῶ Αἰσχύλ. Θήβ. 517, Ἀριστοφ. Νεφ. 336 αἰτ. Τυφῶ Ἡρόδ. 3. 5, Ἀριστοφ. Ἱππ. 511· - γίγας τις ὃν ἔθαψεν ὁ [[Ζεὺς]] ἐν Κιλικίᾳ ὑπὸ τὴν γῆν τῶν Ἀρίμων (εἰν Ἀρίμοις), ([[ὅπερ]] ὁ Οὐεργίλιος ἔτρεψεν εἰς Inarimé, Αἰνειὰς 9. 716), Ἰλ. Β. 782· ὁ [[νεώτατος]] τῶν υἱῶν τῆς Γῆς καὶ τοῦ Ταρτάρου, Ἡσ. Θ. 821· ἀλλ’ ὁ Πίνδ. θέτει αὐτὸν ὑπὸ τὴν Αἴτνην, εἰς αὐτὸ ἀποδίδων τὰς ἐκρήξεις τοῦ ἡφαιστείου, πρβλ. Ὀβιδ. Μεταμορφ. 5. 347· - φαίνεται ὅτι ὁ Τυφωεὺς ἦτο [[τύπος]] τῶν ἡφαιστειωδῶν ἐνεργειῶν [[καθόλου]], ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 1. 13 (31)· πρβλ. τυφώς, [[Τυφῶν]]. [ῠ ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι, ῡ δὲ ἐν ταῖς δισυλλάβοις, πρβλ. [[Τυφῶν]]].
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>autre n. de</i> [[Τυφῶν]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῠφωεύς Medium diacritics: Τυφωεύς Low diacritics: Τυφωεύς Capitals: ΤΥΦΩΕΥΣ
Transliteration A: Typhōeús Transliteration B: Typhōeus Transliteration C: Tyfoeys Beta Code: *tufweu/s

English (LSJ)

ὁ, gen. έος Il.2.783, dat. έϊ ib.782, acc. έα Hes.Th.821; Τῡφώς, Pi.P.1.16, A.Pr.372, gen.

   A Τυφῶ Id.Th.517, Supp.560 (lyr.), Ar. Nu.336 (anap.), acc. Τυφῶ Hdt.3.5, Ar.Eq.511 (anap.); also nom. Τῡφῶν (q. v.):—Typhoëus or Typhos, a hundred-headed giant buried by Zeus (εἰν Ἀρίμοις), Il.2.782; youngest son of Gaia and Tartarus, Hes. Th.821; Pi. gives his birthplace as Cilicia, but places him under Cyme and Sicily, and so accounts for the eruptions of Etna, l.c. [ῡ in disyll. cases, ῠ in the others, cf. Τυφῶν.]

Greek (Liddell-Scott)

Τῠφωεύς: έως, Ἐπικ. έος, ὁ· συνῃρ. Τῡφώς, Πίνδ., Αἰσχύλ., γεν. Τυφῶ Αἰσχύλ. Θήβ. 517, Ἀριστοφ. Νεφ. 336 αἰτ. Τυφῶ Ἡρόδ. 3. 5, Ἀριστοφ. Ἱππ. 511· - γίγας τις ὃν ἔθαψεν ὁ Ζεὺς ἐν Κιλικίᾳ ὑπὸ τὴν γῆν τῶν Ἀρίμων (εἰν Ἀρίμοις), (ὅπερ ὁ Οὐεργίλιος ἔτρεψεν εἰς Inarimé, Αἰνειὰς 9. 716), Ἰλ. Β. 782· ὁ νεώτατος τῶν υἱῶν τῆς Γῆς καὶ τοῦ Ταρτάρου, Ἡσ. Θ. 821· ἀλλ’ ὁ Πίνδ. θέτει αὐτὸν ὑπὸ τὴν Αἴτνην, εἰς αὐτὸ ἀποδίδων τὰς ἐκρήξεις τοῦ ἡφαιστείου, πρβλ. Ὀβιδ. Μεταμορφ. 5. 347· - φαίνεται ὅτι ὁ Τυφωεὺς ἦτο τύπος τῶν ἡφαιστειωδῶν ἐνεργειῶν καθόλου, ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 1. 13 (31)· πρβλ. τυφώς, Τυφῶν. [ῠ ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι, ῡ δὲ ἐν ταῖς δισυλλάβοις, πρβλ. Τυφῶν].

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
autre n. de Τυφῶν.