τραπεζήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(6_8)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰπεζήεις''': εσσα, εν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τράπεζαν, [[κύμβος]] Νικ. Θηρ. 526.
|lstext='''τρᾰπεζήεις''': εσσα, εν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τράπεζαν, [[κύμβος]] Νικ. Θηρ. 526.
}}
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τρά πεζα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραπεζήεις Medium diacritics: τραπεζήεις Low diacritics: τραπεζήεις Capitals: ΤΡΑΠΕΖΗΕΙΣ
Transliteration A: trapezḗeis Transliteration B: trapezēeis Transliteration C: trapezieis Beta Code: trapezh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of, from, or for the table, κύμβος Nic.Th.526; κύνες Opp.C. 1.473 (unless τραπεζήεσσι is dat. pl. of foreg.).

German (Pape)

[Seite 1134] εσσα, εν, vom Tische, zum Tische gehörig, Nic. Th. 526.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζήεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τράπεζαν, κύμβος Νικ. Θηρ. 526.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τρά πεζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμ-ήεις].