κρημνισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(6_14) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρημνισμός''': ὁ, = [[κρήμνισις]], Πτολ. Τετράβ. 151. 8. | |lstext='''κρημνισμός''': ὁ, = [[κρήμνισις]], Πτολ. Τετράβ. 151. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρημνισμός]], ὁ (Α) [[κρημνίζω]]<br />[[πτώση]] από γκρεμό, [[γκρέμισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Ptol.Tetr.151, Doroth.in Cat.Cod.Astr. 5(3).84 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κρημνισμός: ὁ, = κρήμνισις, Πτολ. Τετράβ. 151. 8.
Greek Monolingual
κρημνισμός, ὁ (Α) κρημνίζω
πτώση από γκρεμό, γκρέμισμα.