ἀδιάβλητος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάβλητος''': -ον, ὁ μὴ προσέχων εἰς [[συκοφαντίας]], ἡ τῶν ἀγαθῶν [[φιλία]] ἀδ. ἐστι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 4, 3, πρβλ. 8. 6, 7· [[ἀνύποπτος]] καὶ ἀδ., Πλουτ. Βροῦτ. 8. - Ἐπιρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 536.
|lstext='''ἀδιάβλητος''': -ον, ὁ μὴ προσέχων εἰς [[συκοφαντίας]], ἡ τῶν ἀγαθῶν [[φιλία]] ἀδ. ἐστι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 4, 3, πρβλ. 8. 6, 7· [[ἀνύποπτος]] καὶ ἀδ., Πλουτ. Βροῦτ. 8. - Ἐπιρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 536.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inattaquable, irréprochable;<br /><b>2</b> non atteint par la délation.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάβλητος Medium diacritics: ἀδιάβλητος Low diacritics: αδιάβλητος Capitals: ΑΔΙΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: adiáblētos Transliteration B: adiablētos Transliteration C: adiavlitos Beta Code: a)dia/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A not listening to calumny, ἡ τῶν ἀγαθῶν φιλία ἀ. ἐστι Arist.EN1157a21; ἀνύποπτος καὶ ἀ. Plu.Brut.8.    II unexceptionable, φιλοπονία ἕξις ἀ. πρὸς πόνον Pl.Def.412c; τοῖς βίοις ἀ. Plu.2.4b; τὰ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀ. App.Sam.4.4. Adv. -τως Just.Nov.137.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάβλητος: -ον, ὁ μὴ προσέχων εἰς συκοφαντίας, ἡ τῶν ἀγαθῶν φιλία ἀδ. ἐστι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 4, 3, πρβλ. 8. 6, 7· ἀνύποπτος καὶ ἀδ., Πλουτ. Βροῦτ. 8. - Ἐπιρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 536.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inattaquable, irréprochable;
2 non atteint par la délation.
Étymologie: ἀ, διαβάλλω.