κρεοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_19)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεοφόρος''': -ον, φέρων ἢ ἔχων [[κρέας]], Ἐκκλ. ― ἴδε ἐν λ. κρεω-.
|lstext='''κρεοφόρος''': -ον, φέρων ἢ ἔχων [[κρέας]], Ἐκκλ. ― ἴδε ἐν λ. κρεω-.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρεοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταφέρει κρέατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], <i>θανατη</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κρεοφόρος: -ον, φέρων ἢ ἔχων κρέας, Ἐκκλ. ― ἴδε ἐν λ. κρεω-.

Greek Monolingual

κρεοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κρέατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, θανατη-φόρος.