φυσητής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(6_19)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῡσητής''': -οῦ, ὁ, = [[φυσητήρ]], ὁ φυσῶν, ὑέλοιο Μανέθων 1. 79.
|lstext='''φῡσητής''': -οῦ, ὁ, = [[φυσητήρ]], ὁ φυσῶν, ὑέλοιο Μανέθων 1. 79.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[φυσῶ]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φυσάει, που χρησιμοποιεί [[φύσημα]] στη δουλειά του (α. «[[φυσητής]] του γυαλιού» β. «φυσητὴς ὑέλοιο», Μανν.).
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσητής Medium diacritics: φυσητής Low diacritics: φυσητής Capitals: ΦΥΣΗΤΗΣ
Transliteration A: physētḗs Transliteration B: physētēs Transliteration C: fysitis Beta Code: fushth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A blower, ὑέλοιο Man. 1.79; bellows-blower, Dsc.5.75.

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, = φυσητήρ, der Bläser, ὑάλοιο Maneth. 1, 79.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσητής: -οῦ, ὁ, = φυσητήρ, ὁ φυσῶν, ὑέλοιο Μανέθων 1. 79.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ φυσῶ
(για πρόσ.) αυτός που φυσάει, που χρησιμοποιεί φύσημα στη δουλειά του (α. «φυσητής του γυαλιού» β. «φυσητὴς ὑέλοιο», Μανν.).