νέανδρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(6_19)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νέανδρος''': ον· ἀλκὴ ν., ἡ [[δύναμις]] νέου ἀνδρός, νεανίσκου, Λυκόφρ. 1345.
|lstext='''νέανδρος''': ον· ἀλκὴ ν., ἡ [[δύναμις]] νέου ἀνδρός, νεανίσκου, Λυκόφρ. 1345.
}}
{{grml
|mltxt=[[νέανδρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[νέανδρος]] [[ἀλκή]]» — [[δύναμη]] νεαρού άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>ανδρος</i>, <i>μεγάλ</i>-<i>ανδρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέανδρος Medium diacritics: νέανδρος Low diacritics: νέανδρος Capitals: ΝΕΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: néandros Transliteration B: neandros Transliteration C: neandros Beta Code: ne/andros

English (LSJ)

ον: ἀλκῇ ν. in battle

   A a young warrior, Lyc.1345.

German (Pape)

[Seite 234] ἀλκή, die Stärke eines jungen Mannes, Lycophr. 1345.

Greek (Liddell-Scott)

νέανδρος: ον· ἀλκὴ ν., ἡ δύναμις νέου ἀνδρός, νεανίσκου, Λυκόφρ. 1345.

Greek Monolingual

νέανδρος, -ον (Α)
φρ. «νέανδρος ἀλκή» — δύναμη νεαρού άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀνήρ, ἀνδρός (πρβλ. κακό-ανδρος, μεγάλ-ανδρος)].