ἀκτινοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(6_19) |
(big3_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκτῑνοφόρος''': -ον, φέρων ἀκτῖνας: - ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ὀστρακοδέρμου (κοχλίου) ἀκτινωτοῦ, [[ὅπερ]] καὶ [[πενταδάκτυλος]] καὶ [[ἕλιξ]] ὀνομάζεται, Λατ. pecten, Ξενοκρ. Ἐνυδρ. σ. 11. ἔκδ. Κοραῆ, οὗ εἶδε καὶ τάς σημ. σ. 135. | |lstext='''ἀκτῑνοφόρος''': -ον, φέρων ἀκτῖνας: - ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ὀστρακοδέρμου (κοχλίου) ἀκτινωτοῦ, [[ὅπερ]] καὶ [[πενταδάκτυλος]] καὶ [[ἕλιξ]] ὀνομάζεται, Λατ. pecten, Ξενοκρ. Ἐνυδρ. σ. 11. ἔκδ. Κοραῆ, οὗ εἶδε καὶ τάς σημ. σ. 135. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene rayos]], <i>Gloss</i>.2.168.<br /><b class="num">2</b> subst., ict. cierto [[molusco]] tal vez [[Murex tenuispinus]] o [[Aporhais pespelecani (L.)]] Xenocr.23, Plin.<i>HN</i> 32.147. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:54, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing rays, Gloss.:—as Subst., rayed shellfish, Xenocr.85.
German (Pape)
[Seite 86] ὁ, eigtl. Strahlen bringend, eine Art Löffel, Xenocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτῑνοφόρος: -ον, φέρων ἀκτῖνας: - ὡς οὐσιαστ., εἶδος ὀστρακοδέρμου (κοχλίου) ἀκτινωτοῦ, ὅπερ καὶ πενταδάκτυλος καὶ ἕλιξ ὀνομάζεται, Λατ. pecten, Ξενοκρ. Ἐνυδρ. σ. 11. ἔκδ. Κοραῆ, οὗ εἶδε καὶ τάς σημ. σ. 135.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene rayos, Gloss.2.168.
2 subst., ict. cierto molusco tal vez Murex tenuispinus o Aporhais pespelecani (L.) Xenocr.23, Plin.HN 32.147.