παραλίσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρᾰλίσκομαι''': Παθητ., συλλαμβάνομαι πλησίον, «παραλούς· παρακρατηθείς, συσχεθεὶς» Ἡσύχ. | |lstext='''παρᾰλίσκομαι''': Παθητ., συλλαμβάνομαι πλησίον, «παραλούς· παρακρατηθείς, συσχεθεὶς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> συλλαμβάνομαι, τίθεμαι υπό περιορισμόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἁλίσκομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A to be put under restraint, Hsch. s.v. παραλούς.
German (Pape)
[Seite 487] (s. ἁλίσκομαι), dabei-, mitgefangen werden, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰλίσκομαι: Παθητ., συλλαμβάνομαι πλησίον, «παραλούς· παρακρατηθείς, συσχεθεὶς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) συλλαμβάνομαι, τίθεμαι υπό περιορισμόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἁλίσκομαι.