ἀντίρρινον: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(6_22)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίρρινον''': τό, φυτὸν ἄγριον καὶ ἥμερον, ἔχον [[ἄνθος]] διχειλές, κοινῶς λυκόστομον, [[καθότι]] πιεζόμενον περὶ τὴν βάσιν [[αὐτοῦ]] ἀνοίγει ὡς [[στόμα]] λύκου· κατὰ τὸν Θεόφρ., Ἱστ. Φ. 9. 19, 2, ὅμοιόν ἐστι τῇ ἀπαρίνῃ· [[ῥίζα]] δὲ οὐχ ὕπεστιν· ὁ δὲ [[καρπὸς]] [[ὥσπερ]] μόσχου ῥίνας ἔχει Διοσκ. 4.1 33, Γαλην. Γλωσσ. σ. 437.
|lstext='''ἀντίρρινον''': τό, φυτὸν ἄγριον καὶ ἥμερον, ἔχον [[ἄνθος]] διχειλές, κοινῶς λυκόστομον, [[καθότι]] πιεζόμενον περὶ τὴν βάσιν [[αὐτοῦ]] ἀνοίγει ὡς [[στόμα]] λύκου· κατὰ τὸν Θεόφρ., Ἱστ. Φ. 9. 19, 2, ὅμοιόν ἐστι τῇ ἀπαρίνῃ· [[ῥίζα]] δὲ οὐχ ὕπεστιν· ὁ δὲ [[καρπὸς]] [[ὥσπερ]] μόσχου ῥίνας ἔχει Διοσκ. 4.1 33, Γαλην. Γλωσσ. σ. 437.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />bot. [[dragón]], [[cabeza de dragón]], [[Antirrhinum orontium L.]] κυνοκεφάλαιον· οἱ δὲ [[ἀντίρρινον]] Dsc.4.130, cf. Plin.<i>HN</i> 25.129, Ps.Apul.<i>Herb</i>.86.13, 87.6, Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:14, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίρρῑνον Medium diacritics: ἀντίρρινον Low diacritics: αντίρρινον Capitals: ΑΝΤΙΡΡΙΝΟΝ
Transliteration A: antírrinon Transliteration B: antirrinon Transliteration C: antirrinon Beta Code: a)nti/rrinon

English (LSJ)

τό,

   A calf's snout, Antirrhinum Orontium, Thphr.HP 9.19.2 (codd. -ριζον, cf. Hsch.), Dsc.4.130.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίρρινον: τό, φυτὸν ἄγριον καὶ ἥμερον, ἔχον ἄνθος διχειλές, κοινῶς λυκόστομον, καθότι πιεζόμενον περὶ τὴν βάσιν αὐτοῦ ἀνοίγει ὡς στόμα λύκου· κατὰ τὸν Θεόφρ., Ἱστ. Φ. 9. 19, 2, ὅμοιόν ἐστι τῇ ἀπαρίνῃ· ῥίζα δὲ οὐχ ὕπεστιν· ὁ δὲ καρπὸς ὥσπερ μόσχου ῥίνας ἔχει Διοσκ. 4.1 33, Γαλην. Γλωσσ. σ. 437.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot. dragón, cabeza de dragón, Antirrhinum orontium L. κυνοκεφάλαιον· οἱ δὲ ἀντίρρινον Dsc.4.130, cf. Plin.HN 25.129, Ps.Apul.Herb.86.13, 87.6, Hsch.