σπέκλον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπέκλον''': τό, = τῷ Λατ. speculum, καθρέπτης, Ζωναρ.˙ [[ἐντεῦθεν]] σπεκλο-[[ποιός]], ὁ, specularius, Γλωσσ. | |lstext='''σπέκλον''': τό, = τῷ Λατ. speculum, καθρέπτης, Ζωναρ.˙ [[ἐντεῦθεν]] σπεκλο-[[ποιός]], ὁ, specularius, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΜΑ, και [[σφέκλον]] Α<br /><b>μσν.</b><br />[[παράθυρο]] από ημιδιαφανή σχιστόλιθο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθρεφτάκι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] στιλπνού σχιστολίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>speculum</i> «[[κάτοπτρο]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,= Lat.
A speculum, mirror, Alex.Aphr. in Sens.29.7. 2 = Lat. lapis specularis, i.e. mica or talc, Hippiatr.70,130, 150: hence σπεκλοποιός, ὁ, specularius, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σπέκλον: τό, = τῷ Λατ. speculum, καθρέπτης, Ζωναρ.˙ ἐντεῦθεν σπεκλο-ποιός, ὁ, specularius, Γλωσσ.
Greek Monolingual
το, ΜΑ, και σφέκλον Α
μσν.
παράθυρο από ημιδιαφανή σχιστόλιθο
αρχ.
1. καθρεφτάκι
2. είδος στιλπνού σχιστολίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. speculum «κάτοπτρο»].