συμπαραβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
(6_2)
(39)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαραβάλλω''': [[παραβάλλω]] [[πρός]] τι ἢ [[ὁμοῦ]], Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 318Α, κλπ.
|lstext='''συμπαραβάλλω''': [[παραβάλλω]] [[πρός]] τι ἢ [[ὁμοῦ]], Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 318Α, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[παραβάλλω]]<br />[[συγκρίνω]], [[αντιπαραβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 984] (s. βάλλω), mit od. zusammen vergleichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραβάλλω: παραβάλλω πρός τι ἢ ὁμοῦ, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 318Α, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΑ παραβάλλω
συγκρίνω, αντιπαραβάλλω.