χρεμέτισμα: Difference between revisions
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
(6_22) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρεμέτισμα''': τό, τὸ χρεμετίζειν, «χλιμίντρισμα»· μεταφορ., χρ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα Ἀνθ. Π. 5. 245· - οὕτω, χρεμέτισις, εως, ἡ, Νικήτ. Χρον. 604. 9. | |lstext='''χρεμέτισμα''': τό, τὸ χρεμετίζειν, «χλιμίντρισμα»· μεταφορ., χρ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα Ἀνθ. Π. 5. 245· - οὕτω, χρεμέτισις, εως, ἡ, Νικήτ. Χρον. 604. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίσματος, το, ΝΑ [[χρεμετίζω]]<br />[[χλιμίντρισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A neighing, whinnying, Iamb.Bab.p.50H. (pl.): metaph., χ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα AP5.244 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 1370] τό, das Gewieher; auch von Menschen, Macedon. (V, 245).
Greek (Liddell-Scott)
χρεμέτισμα: τό, τὸ χρεμετίζειν, «χλιμίντρισμα»· μεταφορ., χρ. γάμου προκέλευθον ἱεῖσα Ἀνθ. Π. 5. 245· - οὕτω, χρεμέτισις, εως, ἡ, Νικήτ. Χρον. 604. 9.
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΑ χρεμετίζω
χλιμίντρισμα.