Διόσδοτος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
(6_15) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Διόσδοτος''': -ον, ([[δίδωμι]]) δεδομένος ὑπὸ τοῦ [[Διός]], Θεόσδοτος, [[οὐρανόπεμπτος]], Πίνδ. Π. 8. 137. Αἰσχύλ. Εὐμ. 626· ἐν Θήβ. 948 τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ Διοδότων· περὶ τοῦ ἐν Ἀγ. 1391, ἴδε [[γάνος]]. | |lstext='''Διόσδοτος''': -ον, ([[δίδωμι]]) δεδομένος ὑπὸ τοῦ [[Διός]], Θεόσδοτος, [[οὐρανόπεμπτος]], Πίνδ. Π. 8. 137. Αἰσχύλ. Εὐμ. 626· ἐν Θήβ. 948 τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ Διοδότων· περὶ τοῦ ἐν Ἀγ. 1391, ἴδε [[γάνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Διόσδοτος:''' -ον (δί-δωμι), αυτός που δίνεται από τον [[Δία]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (δίδωμι)
A given by Zeus, heaven-sent, αἴγλα Pi.P.8.96; σκῆπτρα A.Eu.626; γάνος Id.Ag.1391 (Porson): in Id.Th.946 the metre requires Διοδότων.
Greek (Liddell-Scott)
Διόσδοτος: -ον, (δίδωμι) δεδομένος ὑπὸ τοῦ Διός, Θεόσδοτος, οὐρανόπεμπτος, Πίνδ. Π. 8. 137. Αἰσχύλ. Εὐμ. 626· ἐν Θήβ. 948 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ Διοδότων· περὶ τοῦ ἐν Ἀγ. 1391, ἴδε γάνος.
Greek Monotonic
Διόσδοτος: -ον (δί-δωμι), αυτός που δίνεται από τον Δία, σε Αισχύλ.