γεφυρίζω: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γεφῡρίζω''': λοιδορῶ ἀπὸ τῆς γεφύρας (ὑπῆρχε [[γέφυρα]] μεταξὺ Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος, καὶ ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι διήρχοντο αὐτὴν ἐν σεμνῇ πομπῇ, εἶχον παλαιὰν συνήθειαν νὰ λοιδορῶσιν ὅν τινα [[ἤθελον]], Ἡσύχ., Σουίδ.), καὶ [[οὕτως]], ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως λοιδορῶ, [[χλευάζω]], [[ὑβρίζω]] τινά, Πλούτ. Σύλλ. 6. 13·-[[ἐντεῦθεν]], γεφῡρισμός, ὁ, πα- | |lstext='''γεφῡρίζω''': λοιδορῶ ἀπὸ τῆς γεφύρας (ὑπῆρχε [[γέφυρα]] μεταξὺ Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος, καὶ ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι διήρχοντο αὐτὴν ἐν σεμνῇ πομπῇ, εἶχον παλαιὰν συνήθειαν νὰ λοιδορῶσιν ὅν τινα [[ἤθελον]], Ἡσύχ., Σουίδ.), καὶ [[οὕτως]], ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως λοιδορῶ, [[χλευάζω]], [[ὑβρίζω]] τινά, Πλούτ. Σύλλ. 6. 13·-[[ἐντεῦθεν]], γεφῡρισμός, ὁ, πα- | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />assaillir de plaisanteries grossières, comme faisaient les oisifs, sur le pont pendant les mystères d’Éleusis.<br />'''Étymologie:''' [[γέφυρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
A abuse from the causeway, in the procession from Athens to Eleusis, Hsch., Suid.: hence, abuse freely, Plu.Sull.6,13.
Greek (Liddell-Scott)
γεφῡρίζω: λοιδορῶ ἀπὸ τῆς γεφύρας (ὑπῆρχε γέφυρα μεταξὺ Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος, καὶ ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι διήρχοντο αὐτὴν ἐν σεμνῇ πομπῇ, εἶχον παλαιὰν συνήθειαν νὰ λοιδορῶσιν ὅν τινα ἤθελον, Ἡσύχ., Σουίδ.), καὶ οὕτως, ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως λοιδορῶ, χλευάζω, ὑβρίζω τινά, Πλούτ. Σύλλ. 6. 13·-ἐντεῦθεν, γεφῡρισμός, ὁ, πα-
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
assaillir de plaisanteries grossières, comme faisaient les oisifs, sur le pont pendant les mystères d’Éleusis.
Étymologie: γέφυρα.