ἐγκατειλέομαι: Difference between revisions

From LSJ
(6_20)
(2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκατειλέομαι''': παθ. ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι ἔν τινι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 29.
|lstext='''ἐγκατειλέομαι''': παθ. ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι ἔν τινι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 29.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκατειλέομαι:''' собираться, накапливаться (τοῖς τῆς γῆς κοιλώμασι Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατειλέομαι Medium diacritics: ἐγκατειλέομαι Low diacritics: εγκατειλέομαι Capitals: ΕΓΚΑΤΕΙΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: enkateiléomai Transliteration B: enkateileomai Transliteration C: egkateileomai Beta Code: e)gkateile/omai

English (LSJ)

   A to be cooped up in, Arist.Mu.395b33, dub. in Ph. 2.504.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατειλέομαι: παθ. ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι ἔν τινι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 29.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατειλέομαι: собираться, накапливаться (τοῖς τῆς γῆς κοιλώμασι Arst.).