ὀπτιλίασις: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπτιλίασις''': «ὀφθαλμίασις» Ἡσύχ. | |lstext='''ὀπτιλίασις''': «ὀφθαλμίασις» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀπτιλίασις]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀφθαλμίασις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπτίλος]] «[[μάτι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίασις</i>, δηλωτική ασθενειών» (<b>βλ. λ.</b> -[[ίαση]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ὀφθαλμίασις, Hsch. (ὀπτοιαλίασις cod.): ὀπτιλίας is prob. cj. for ὁ ἐπὶ τηλείας in Id.
A s.v. λαμόπτης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτιλίασις: «ὀφθαλμίασις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀπτιλίασις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀφθαλμίασις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτίλος «μάτι» + κατάλ. -ίασις, δηλωτική ασθενειών» (βλ. λ. -ίαση)].