ἐξιδιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
(6_14)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῐδῐάζομαι''': Μέσ., ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, [[νοσφίζομαι]], Δίφιλος ἐν «Ἐπιτροπεῖ», 1, Διόδ. 23, κτλ. ἴδε Φρύν. 199 καὶ σημ. Λοβεκκίου ἐν τόπῳ.
|lstext='''ἐξῐδῐάζομαι''': Μέσ., ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, [[νοσφίζομαι]], Δίφιλος ἐν «Ἐπιτροπεῖ», 1, Διόδ. 23, κτλ. ἴδε Φρύν. 199 καὶ σημ. Λοβεκκίου ἐν τόπῳ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξῐδιάζομαι:''' Polyb., Diod. = [[ἐξιδιόομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῐδῐάζομαι Medium diacritics: ἐξιδιάζομαι Low diacritics: εξιδιάζομαι Capitals: ΕΞΙΔΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: exidiázomai Transliteration B: exidiazomai Transliteration C: eksidiazomai Beta Code: e)cidia/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A appropriate to oneself, Diph.42, SIG1106.46 (Cos), Klio 16.163 (Delph.), Sammelb.4638.10, D.S.1.23, etc.    2 win over, Plb.8.25.7, al.    3 receive for one's own use, παρά τινος PRein.14.18 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 881] sich zueignen, anmaßen, nach Phryn. schlechter als ἐξιδιόομαι, aber aus Diphil. angeführt B. A. 96; D. Sic. 1, 23; Pol. 3, 24 u. a. Sp., s. Lob. zu Phryn. p. 199.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῐδῐάζομαι: Μέσ., ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, νοσφίζομαι, Δίφιλος ἐν «Ἐπιτροπεῖ», 1, Διόδ. 23, κτλ. ἴδε Φρύν. 199 καὶ σημ. Λοβεκκίου ἐν τόπῳ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξῐδιάζομαι: Polyb., Diod. = ἐξιδιόομαι.