ἐπιπίστωσις: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_8) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπίστωσις''': -εως, ἡ, ([[πιστόω]]) [[ἐπιβεβαίωσις]] τῆς πιστώσεως, ἐν τῇ Ρητορ., πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 266Ε. | |lstext='''ἐπιπίστωσις''': -εως, ἡ, ([[πιστόω]]) [[ἐπιβεβαίωσις]] τῆς πιστώσεως, ἐν τῇ Ρητορ., πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 266Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιπίστωσις]], ἡ (Α)<br />δεύτερη [[πίστωση]] που προστίθεται σε προηγούμενη, [[επιβεβαίωση]] της πιστώσεως. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A further πίστωσις, in Rhet., Theod.Byz. ap. Pl.Phdr.266e, cf. Herm.in Phdr.p.191A.
German (Pape)
[Seite 969] ἡ, Nebenbeglaubigung, die zur πίστωσις noch hinzukommt, rhetorischer Kunstausdruck des Theodorus von Byzanz, Plat. Phaedr. 266 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπίστωσις: -εως, ἡ, (πιστόω) ἐπιβεβαίωσις τῆς πιστώσεως, ἐν τῇ Ρητορ., πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 266Ε.
Greek Monolingual
ἐπιπίστωσις, ἡ (Α)
δεύτερη πίστωση που προστίθεται σε προηγούμενη, επιβεβαίωση της πιστώσεως.