μεγαλόστηθος: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(6_17)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγαλόστηθος''': -ον, ὁ ἔχων μέγα [[στῆθος]], Μνησίθ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙΙ. 24, 14. ― Ὑπερθετ. μεγαλοστηθότατοι, οἱ, οἱ ἔχοντες καθ᾿ ὑπερβολὴν μέγα [[στῆθος]], Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 3, σ. 24.
|lstext='''μεγαλόστηθος''': -ον, ὁ ἔχων μέγα [[στῆθος]], Μνησίθ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙΙ. 24, 14. ― Ὑπερθετ. μεγαλοστηθότατοι, οἱ, οἱ ἔχοντες καθ᾿ ὑπερβολὴν μέγα [[στῆθος]], Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 3, σ. 24.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλόστηθος]], -ον)<br />αυτός που έχει μεγάλο [[στήθος]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόστηθος Medium diacritics: μεγαλόστηθος Low diacritics: μεγαλόστηθος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΤΗΘΟΣ
Transliteration A: megalóstēthos Transliteration B: megalostēthos Transliteration C: megalostithos Beta Code: megalo/sthqos

English (LSJ)

ον, = foreg., Mnesith. ap. Orib.21.7.6 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλόστηθος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στῆθος, Μνησίθ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙΙ. 24, 14. ― Ὑπερθετ. μεγαλοστηθότατοι, οἱ, οἱ ἔχοντες καθ᾿ ὑπερβολὴν μέγα στῆθος, Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 3, σ. 24.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεγαλόστηθος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στήθος.