αὐτοπροαίρετος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(6_18)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοπροαίρετος''': -ον, ὁ τῇ [[ἰδίᾳ]] προαιρέσει γινόμενος, Βί. Ὁμ. 105. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[ἰδίᾳ]] προαιρέσει ἐνεργῶν, Ἀριστ. Φυτ. 1. 2, 17, Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 27. 3. -Ἐπίρ. -τως Ἐκκλ.
|lstext='''αὐτοπροαίρετος''': -ον, ὁ τῇ [[ἰδίᾳ]] προαιρέσει γινόμενος, Βί. Ὁμ. 105. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[ἰδίᾳ]] προαιρέσει ἐνεργῶν, Ἀριστ. Φυτ. 1. 2, 17, Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 27. 3. -Ἐπίρ. -τως Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que se elige libremente]], [[elegido o decidido libremente]] τὸν εὐεργέτην ... αὐτοπροαίρετον <i>Hell</i>.11/12.478 (Mileto, imper.), κακία Eus.<i>DE</i> 9.4.3, cf. <i>HE</i> 1.2.19, Hierocl.<i>in CA</i> 24.21, μηδὲν αὐτοπροαιρέτῳ βουλῇ κινούμενον nada que es movido por voluntad divina</i> Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1513D, ὁ ... αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ μετανοήσας el que se arrepiente por propia voluntad</i> Io.Iei.<i>Poenit</i>.M.88.1909D.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que decide o elige por sí mismo]] ψυχὴ αὐ. [[αὐτοκίνητος]], [[αὐτεξούσιος]] <i>Rh</i>.4.27.3, [[βούλησις]] καὶ αὐ. πρὸς τὴν αἵρεσιν Meth.<i>Res</i>.1.38.<br /><b class="num">2</b> τὸ αὐ. subst. [[libre albedrío]] τὸ ἔμψυχον καὶ τὸ ἐπὶ τῇ κινήσει αὐ. Plu.<i>Vit.Hom</i>.105, τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον Olymp.<i>in Grg</i>.19.3.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[por sí mismo]], [[por propia decisión]] κολάζεσθαι Simp.<i>in Epict</i>.p.108.
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπροαίρετος Medium diacritics: αὐτοπροαίρετος Low diacritics: αυτοπροαίρετος Capitals: ΑΥΤΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: autoproaíretos Transliteration B: autoproairetos Transliteration C: aftoproairetos Beta Code: au)toproai/retos

English (LSJ)

ον,

   A self-chosen, κακία Hierocl. in CA24p.473M., cf. Ps.- Plu.Vit.Hom.105. Adv. -τως, κολάζεσθαι Simp. in Epict.p.108 D.    II Act., self-acting, acting of free will, Proll.Hermog. in Rh.4.27 W.; τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον free will, Olymp. in Grg.p.264J.

German (Pape)

[Seite 400] freiwillig übernommen, Hierocl., nach freier Willkür handelnd, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπροαίρετος: -ον, ὁ τῇ ἰδίᾳ προαιρέσει γινόμενος, Βί. Ὁμ. 105. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἰδίᾳ προαιρέσει ἐνεργῶν, Ἀριστ. Φυτ. 1. 2, 17, Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 27. 3. -Ἐπίρ. -τως Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
I que se elige libremente, elegido o decidido libremente τὸν εὐεργέτην ... αὐτοπροαίρετον Hell.11/12.478 (Mileto, imper.), κακία Eus.DE 9.4.3, cf. HE 1.2.19, Hierocl.in CA 24.21, μηδὲν αὐτοπροαιρέτῳ βουλῇ κινούμενον nada que es movido por voluntad divina Leont.H.Nest.M.86.1513D, ὁ ... αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ μετανοήσας el que se arrepiente por propia voluntad Io.Iei.Poenit.M.88.1909D.
II 1que decide o elige por sí mismo ψυχὴ αὐ. αὐτοκίνητος, αὐτεξούσιος Rh.4.27.3, βούλησις καὶ αὐ. πρὸς τὴν αἵρεσιν Meth.Res.1.38.
2 τὸ αὐ. subst. libre albedrío τὸ ἔμψυχον καὶ τὸ ἐπὶ τῇ κινήσει αὐ. Plu.Vit.Hom.105, τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον Olymp.in Grg.19.3.
III adv. -ως por sí mismo, por propia decisión κολάζεσθαι Simp.in Epict.p.108.