προστόμιον: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(6_21)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προστόμιον''': τό, [[στόμιον]], [[κυρίως]] ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. [[προστόμιον]] ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων [[συμβολή]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 90.
|lstext='''προστόμιον''': τό, [[στόμιον]], [[κυρίως]] ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. [[προστόμιον]] ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων [[συμβολή]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 90.
}}
{{elru
|elrutext='''προστόμιον:''' τό устье (προστόμια Νείλου Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστόμιον Medium diacritics: προστόμιον Low diacritics: προστόμιον Capitals: ΠΡΟΣΤΟΜΙΟΝ
Transliteration A: prostómion Transliteration B: prostomion Transliteration C: prostomion Beta Code: prosto/mion

English (LSJ)

τό,

   A mouth, esp. of a river, A.Supp.3 (anap., pl.).    II joining of the lips, Ruf.Onom.41, Poll.2.90.

German (Pape)

[Seite 783] τό, die Mündung, Νείλου, Aesch. Suppl. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προστόμιον: τό, στόμιον, κυρίως ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. προστόμιον ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων συμβολή» Πολυδ. Β΄, 90.

Russian (Dvoretsky)

προστόμιον: τό устье (προστόμια Νείλου Aesch.).