ὁρκοῦρος: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(6_14)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁρκοῦρος''': ὁ, = [[ἑρκοῦρος]], Ἀνθολ. Π. 12. 257· ἴδε [[ὅρκος]] ἐν τέλ.
|lstext='''ὁρκοῦρος''': ὁ, = [[ἑρκοῦρος]], Ἀνθολ. Π. 12. 257· ἴδε [[ὅρκος]] ἐν τέλ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁρκοῡρος, ὁ (Α)<br />αυτός που φρουρεί ένα [[έρκος]], έναν προμαχώνα ή περίβολο, [[ερκούρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική γρφ. του [[ἑρκοῦρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]» <span style="color: red;">+</span> <i>οὗρος</i> «[[φύλαξ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ὁρκάνη]]: [[ἑρκάνη]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκοῦρος Medium diacritics: ὁρκοῦρος Low diacritics: ορκούρος Capitals: ΟΡΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: horkoûros Transliteration B: horkouros Transliteration C: orkoyros Beta Code: o(rkou=ros

English (LSJ)

ὁ,

   A v. ἑρκοῦρος.

German (Pape)

[Seite 379] ὁ, = ἑρκοῦρος, Mel. 129 (XII, 257); vgl. Jacobs A. P. p. 785.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκοῦρος, Ἀνθολ. Π. 12. 257· ἴδε ὅρκος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ὁρκοῡρος, ὁ (Α)
αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. του ἑρκοῦρος (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη.