ὑποσείραιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποσείραιος''': -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ [[σειραῖος]] [[ἵππος]], ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. [[ἀντί]]: ὑπὸ σειραίοις). | |lstext='''ὑποσείραιος''': -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ [[σειραῖος]] [[ἵππος]], ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. [[ἀντί]]: ὑπὸ σειραίοις). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />que l’on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σειρά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A dragged alongside, like a σειραῖος ἵππος, cj. Musgr. in E.HF445 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσείραιος: -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ σειραῖος ἵππος, ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντί: ὑπὸ σειραίοις).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).
Étymologie: ὑπό, σειρά.