ἀποβλητέος: Difference between revisions

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβλητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀποβάλλω]], ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.
|lstext='''ἀποβλητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀποβάλλω]], ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀποβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλητέος Medium diacritics: ἀποβλητέος Low diacritics: αποβλητέος Capitals: ΑΠΟΒΛΗΤΕΟΣ
Transliteration A: apoblētéos Transliteration B: apoblēteos Transliteration C: apovliteos Beta Code: a)poblhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be thrown away, rejected, Pl.R.387b, Luc.Herm.18.    II ἀποβλητέον one must reject, A.D.Conj.226.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποβάλλω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀποβάλλω.