πάλα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(6_9)
(sl1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάλα''': ἡ, [[βῶλος]] χρυσοῦ, Στράβ. 146· [[λέξις]] Ἱσπανική, palaga ἢ palacra παρὰ Πλιν. 33. 77.
|lstext='''πάλα''': ἡ, [[βῶλος]] χρυσοῦ, Στράβ. 146· [[λέξις]] Ἱσπανική, palaga ἢ palacra παρὰ Πλιν. 33. 77.
}}
{{Slater
|sltr=<b>πᾰλα</b> (-ᾳ.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[wrestling]] κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν (O. 10.66) τό μοι [[θέμεν]] Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου [[προκώμιον]] εἴη (N. 4.10) [[νῦν]] [[πέφανται]] [[οὐκ]] [[ἄμμορος]] ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.14) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21)
}}
}}

Revision as of 12:20, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλα Medium diacritics: πάλα Low diacritics: πάλα Capitals: ΠΑΛΑ
Transliteration A: pála Transliteration B: pala Transliteration C: pala Beta Code: pa/la

English (LSJ)

ἡ,

   A nugget of gold, Str.3.2.8. (Spanish word.)    II πάλα· ζώνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

πάλα: ἡ, βῶλος χρυσοῦ, Στράβ. 146· λέξις Ἱσπανική, palaga ἢ palacra παρὰ Πλιν. 33. 77.

English (Slater)

πᾰλα (-ᾳ.)
   1wrestling κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν (O. 10.66) τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη (N. 4.10) νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.14) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21)