πάλα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A nugget of gold, Str.3.2.8. (Spanish word.)
II πάλα· ζώνη, Hsch.
Russian (Dvoretsky)
πάλᾱ: ἡ дор. = πάλη.
Greek (Liddell-Scott)
πάλα: ἡ, βῶλος χρυσοῦ, Στράβ. 146· λέξις Ἱσπανική, palaga ἢ palacra παρὰ Πλιν. 33. 77.
English (Slater)
πᾰλα (-ᾳ.) wrestling κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν (O. 10.66) τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη (N. 4.10) νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.14) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21)
Greek Monolingual
(I)
η
μεγάλο δρεπανοειδές μαχαίρι ανατολικής προέλευσης, γιαταγάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pala].
(II)
η
το πλατύ τμήμα του κουπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pala «φτυάρι»].
(III)
πάλα, ἡ (Α)
βώλος χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. palaga].
(IV)
πάλα, ἡ (Α)
φτυάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pala «φτυάρι»].