ἀποβρύκω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβρύκω''': (ῡ) δάκνων ἀποσπῶ, [[τρώγω]] λαιμάργως, τῶν [[κρεῶν]], (γενικ. μεριστ.) ἐκ τῶν [[κρεῶν]], Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4· ἀπολ. [[κατασπαράσσω]] διὰ τῶν ὀδόντων, Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ»2· - τὸ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506, 8 ἀπέβρωξεν ὁ Πλανούδ. γράφει ἀπέβρυξεν. | |lstext='''ἀποβρύκω''': (ῡ) δάκνων ἀποσπῶ, [[τρώγω]] λαιμάργως, τῶν [[κρεῶν]], (γενικ. μεριστ.) ἐκ τῶν [[κρεῶν]], Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4· ἀπολ. [[κατασπαράσσω]] διὰ τῶν ὀδόντων, Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ»2· - τὸ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506, 8 ἀπέβρωξεν ὁ Πλανούδ. γράφει ἀπέβρυξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποβρύκω:''' откусывать (τῶν [[κρεῶν]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ],
A bite off, eat greedily of, τῶν κρεῶν (partit. gen.) Eub. 42: abs., bite in pieces, Archipp.35; ἀπέβρυξεν is v.l. (Planud.) for -έβροξεν in AP7.506 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 298] abbeißen; ἀπέβρυκον τῶν κρεῶν Eubul. Ath. XIII, 572 a; Leon. Al. 30 (VI, 302).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβρύκω: (ῡ) δάκνων ἀποσπῶ, τρώγω λαιμάργως, τῶν κρεῶν, (γενικ. μεριστ.) ἐκ τῶν κρεῶν, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4· ἀπολ. κατασπαράσσω διὰ τῶν ὀδόντων, Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ»2· - τὸ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506, 8 ἀπέβρωξεν ὁ Πλανούδ. γράφει ἀπέβρυξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβρύκω: откусывать (τῶν κρεῶν Anth.).